- εὑρεσιέπεια
- εὑρεσι-έπεια,A v. εὑρησι-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρεσιέπεια — εὑρεσιέπεια, ἡ (Α) βλ. ευρησιέπειο … Dictionary of Greek
ευρησιέπεια — εὑρησιέπεια και εὑρεσιέπεια, ἡ (Α) [ευρησιεπής] άνεση λόγου, ευφράδεια … Dictionary of Greek